- γαρδένια
- (gardenia). Θάμνος αειθαλής της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ο οποίος καλλιεργείται κυρίως για τα μεγάλα και αρωματικότατα άνθη του, τα οποία, καθώς εμφανίζονται στις άκρες των βλαστών, ξεχωρίζουν έντονα πάνω στο σκούρο και γυαλιστερό πράσινο των φύλλων. Η γ. κατάγεται από την ανατολική Ασία και την Κίνα. Τα φύλλα της είναι δερματώδη, επιμήκη και διατεταγμένα στους βλαστούς κατά ζεύγη (φύλλα αντίθετα), σε διαδοχική διασταύρωση. Τα άνθη έχουν στεφάνη σωληνοειδή που διαπλατύνεται σε έλασμα το οποίο διαιρείται σε 5-9 λοβούς με σπειροειδή διάταξη. Εκτός από την κατά πολλούς τρόπους χρησιμοποίηση των κομμένων ανθών της, η γ., όπως επίσης και οι πολυανθείς ή διπλανθείς ποικιλίες της, καλλιεργούνται ως φυτά του κήπου, της γλάστρας και του θερμοκηπίου.
Άνθος γαρδένιας· το καλλωπιστικό αυτό φυτό καλλιεργείται στις γλάστρες, στους κήπους και στα θερμοκήπια για τα αρωματικότατα άνθη του.
Dictionary of Greek. 2013.